- καταπειρασμοί
- καταπειρασμόςattackmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπειρασμός — καταπειρασμός, ὁ (Α) [καταπειράζω] 1. (για ασθένεια) επίθεση, προσβολή 2. στον πληθ. οἱ καταπειρασμοί αψιμαχίες, επιχειρήσεις … Dictionary of Greek